περάσεις

περάσεις
περά̱σεις , πέρασις
crossing
fem nom/voc pl (attic epic)
περά̱σεις , πέρασις
crossing
fem nom/acc pl (attic)
περά̱σεις , περάω 1
drive right through
aor subj act 2nd sg (attic epic)
περά̱σεις , περάω 1
drive right through
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
περά̱σεις , περάω 1
drive right through
fut ind act 2nd sg (attic)
περά̱σεις , περάω 1
drive right through
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
περάω 2
aor subj act 2nd sg (epic)
περάω 2
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… …   Dictionary of Greek

  • δερβένι — το (λ. τουρκ.), στενό ορεινό πέρασμα, κλεισούρα: Πριν μπεις στην πόλη, πρέπει να περάσεις από το δερβένι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλομελετώ — και καλομελετάω καλομελέτησα, καλομελετήθηκα, καλομελετημένος 1. μελετώ καλά: Για να περάσεις στις εξετάσεις, πρέπει να καλομελετήσεις τα μαθήματά σου. 2. προοιωνίζομαι καλά: Καλομελέτα κι έρχεται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσοχή — η 1. προσήλωση του νου σε κάτι: Δε δούλεψες με προσοχή (Χριστόπουλος). 2. προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα: Να περάσεις το δρόμο με προσοχή. 3. γυμναστικό παράγγελμα: Προσοχή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”